- ὀβρίμα
- ὀβρίμᾱ , ὄβριμοςstrongfem nom/voc/acc dualὀβρίμᾱ , ὄβριμοςstrongfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄβριμα — ὄβριμος strong neut nom/voc/acc pl ὄβριμος strong neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄβριμ' — ὄβριμα , ὄβριμος strong neut nom/voc/acc pl ὄβριμα , ὄβριμος strong neut nom/voc/acc pl ὄβριμε , ὄβριμος strong masc voc sg ὄβριμε , ὄβριμος strong masc/fem voc sg ὄβριμαι , ὄβριμος strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβρίμαν — ὀβρίμᾱν , ὄβριμος strong fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όβριμος — ὄβριμος, ον, θηλ. και ὀβρίμα (Α) 1. (για τον Άρη, τον Αχιλλέα, τον Έκτορα, την Κυβέλη, αλλά και για ήρωες και για κοινούς ανθρώπους) ισχυρός, κραταιός, δυνατός («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα) μεγάλος, πελώριος… … Dictionary of Greek